Οι κάτοικοι της ορεινής Νάξου ήταν ιστορικά και κατά κύριο λόγο αμπελουργοί.

Η Νάξος είναι το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων και βρίσκεται σχεδόν στο γεωγραφικό τους κέντρο.
Το ανάγλυφο του νησιού διαμορφώνεται από μια χαμηλή οροσειρά, που το διασχίζει από βορρά προς νότο, με ψηλότερη κορυφή τον “Ζα ή Δρίο” (δηλ. τον Δία/Ζευ) σε υψόμετρο 1.002 μ.
Η ονομασία αυτή οφείλεται στη μυθολογική παράδοση ότι ο Δίας, κατά μία εκδοχή, γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Νάξο.
Η Νάξος γεωτεκτονικά ανήκει στην Αττικο-κυκλαδική ζώνη.
Σημαντικός είναι ο ορυκτός πλούτος της, με δύο ευρέως γνωστά προϊόντα: το μάρμαρο και τη σμύριδα Νάξου ή «ναξία γη».
Είναι επίσης πλούσια σε σχιστόλιθους, γνεύσιους σε εναλλασσόμενα στρώματα με όγκους γρανίτη.
Το κλίμα του νησιού είναι μεσογειακό, ήπιο και ξηρό, με δροσερά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες.
Το αμπέλι στη Νάξο καλλιεργείται αυτόριζο, κυρίως στην ορεινή περιοχή του νησιού, και τα πρέμνα είναι διαμορφωμένα σε χαμηλόκορμο κυπελλοειδές σχήμα, με ύψος κορμού στα 40-50 εκατοστά και με τρεις βραχίονες, φυτεμένα σε αναβαθμίδες.

Τα αμπέλια είναι φυτεμένα σε παραδοσιακά λαξευμένες αναβαθμίδες σε σχήμα διαμόρφωσης χαμηλόκορμο γραμμικό και πυκνή φύτευση επί της γραμμής.

Η καλλιέργεια είναι εξολοκλήρου βιολογική και ακολουθεί τις αρχές της κυκλικής οικονομίας, καθώς αξιοποιεί όλα τα παραπροϊόντα του αμπελώνα και του οινοποιείου ως οργανική λίπανση.
Παράλληλα, η αποφυγή κάθε χημικού λιπάσματος, αλλά και η απουσία άρδευσης εξασφαλίζει την αειφορική διαχείριση των φυσικών πόρων και της βιοποικιλότητας ελαχιστοποιώντας το ανθρακικό και υδατικό αποτύπωμα.

Στις ποικιλίες, κυριαρχεί το εμβληματικό Ασύρτικο, που στο περιβάλλον της Νάξου δίνει μια πιο «γήινη» έκφραση του μοναδικού του αρωματικού χαρακτήρα, σε ένα ιδιαίτερο χαρμάνι με το λευκό Αηδάνι, αλλά και τη Μονεμβασιά, δύο από τις πλέον εκλεκτές λευκές ποικιλίες του κυκλαδίτικου αμπελώνα.
Οι ερυθρές ποικιλίες μοιράζονται μεταξύ του Φωκιανού, ποικιλίας με ιδιαίτερα μεγάλη παρουσία σε όλο το νησί, το αρωματικό χαρακτήρας της οποίας συμπληρώνεται ιδανικά από το πληθωρικό Μαυροτράγανο και την πιο «ατίθαση» Μαντηλαριά.

Παράλληλα, μεγάλη προσπάθεια γίνεται για τη διάσωση, πολλαπλασιασμό, φύτευση, μελέτη και ανάδειξη των τοπικών ποικιλιών αμπέλου, σε συνεργασία με το Εργαστήριο Αμπελολογίας του Τμήματος Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με στόχο την σταδιακή ενσωμάτωσή τους στην προϊοντική γκάμα του οινοποιείου.
